- θρονίς
- θρον-ίς, ίδος, ἡ,= foreg.1, Them.Or.31.353d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρονίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρονί — θρονίς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρονίδος — θρονίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρονίν — θρονίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρονίδα — η (ΑΜ θρονίς, ίδος) νεοελλ. στρ. περιορισμένο φάτνωμα χαμηλού πυροβολείου (μσν. αρχ.) μικρός θρόνος, θρονί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θρόνος*] … Dictionary of Greek
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek